λοξεύω

Revision as of 11:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

= λοξόω, τὸν ὀφθαλμόν Lib.Descr.30.18; λελοξευμένα obscure or symbolical language, Syn.Alch.p.63 B.

Greek (Liddell-Scott)

λοξεύω: λοξόω, Λιβάν. 4. 1072.

Greek Monolingual

(AM λοξεύω, Μ και λοξεύγω) λοξός
κάνω κάτι λοξό, πλαγιάζω («λοξεύειν τὸν ὀφθαλμόν», Λιβάν.)
νεοελλ.-μσν.
παρεκκλίνω από την ευθεία πορεία, προχωρώ λοξά
αρχ.
(το ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) λελοξευμένα
ασαφής ή συμβολική γλώσσα.

German (Pape)

λοξόω, Sp.