προσπαρατρώγω

Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

gnaw at the side besides: metaph., nibble at one's reputation or depreciate besides, D.L.2.107.

German (Pape)

[Seite 776] (s. τρώγω), noch dazu, dabei benagen, übertr., verspotten, D. L. 2, 107.

Russian (Dvoretsky)

προσπαρατρώγω: досл. обгрызать, обкусывать, перен. осмеивать, глумиться (τινά Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρατρώγω: τρώγω, δάκνω τινὰ προσέτι, καὶ μεταφορ., προσβάλω τὴν ὑπόληψίν τινος, Διογ. Λ. 2. 107.

Greek Monolingual

Α
1. δαγκώνω κάτι ακόμη στα πλάγια
2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου ακόμη μια φορά, τον εξευτελίζω επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + παρατρώγω «δαγκώνω στο πλάι, κόβω με τα δόντια»].