παρατρώγω
English (LSJ)
fut. -τρώξομαι Suet. Galb.4: aor. παρέτρᾰγον Hp.Epid. 5.86:—nibble at, take a bite of, τοῦ ὄφιος Hp. l. c.; τίς ἐλάας παρέτραγεν; Ar.Ra.988, cf. Pax415: metaph., τῆς ἀρχῆς παρατρώξῃ August. ap. Suet. l. c.; δικῶν τε καὶ δικαστηρίων Philostr.VS2.15.1.
German (Pape)
[Seite 504] (s. τρώγω), benagen, benaschen; τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν Ar. Ran. 988, vgl. Pax 415; Hippocr. u. Sp. nur c. gen., τῶν ἑαυτοῦ πλοκάμων παρέτραγεν, Ael. H. A. 1, 27; auch δικῶν τε καὶ δικαστηρίων, Philostr.
French (Bailly abrégé)
goûter en passant à, mordiller, grignoter, gén..
Étymologie: παρά, τρώγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-τρώγω, aor. παρέτραγον, afknabbelen van, hapjes nemen van, met gen.
Russian (Dvoretsky)
παρατρώγω: надкусывать, т. е. отведывать, пробовать (τῆς ἐλάας Arph.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, παρατρώω Ν
νεοελλ.
τρώγω υπερβολικά, ντερλικώνω
(μσν-αρχ.) (κυριολ. και μτφ.) δαγκώνω, τσιμπώ κρυφά στο πλάι, στην άκρη, κόβω με τα δόντια κάτι (α. «τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν;», Αριστοφ.
β. «δικαστηρίων παρατρώγειν», Φιλόστρ.).
Greek Monotonic
παρατρώγω: μέλ. -τρώξομαι, αόρ. βʹ -ἔτραγον· δαγκώνω στα πλάγια, τσιμπώ λίγο-λίγο, παίρνω κομμάτι από κάτι, με γεν., σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
παρατρώγω: μέλλ. -τρώξομαι: ἀόρ. παρέτρᾰγον. Δάκνω, «τσιμπῶ» κατὰ τὰ πλάγια, τρώγω, ἀποκόπτω τεμάχια διὰ τῶν ὀδόντων, τοὺ ὄφιος Ἱππ. 1160C· τίς ἐλάας παρέτραγεν; Ἀριστοφ. Βάτρ. 988, πρβλ. Εἰρ. 415· μεταφορ., δικῶν τε καὶ δικαστηρίων Φιλόστρ. 595, πρβλ. Sueton. Galb 1.
Middle Liddell
fut. -τρώζομαι aor2 -έτρᾰγον
to gnaw at the side, nibble at, take a bite of, c. gen., Ar.