συνεστέον

Revision as of 11:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(σύνειμι) one must associate with, Πρωταγόρᾳ Pl.Prt. 313b.

German (Pape)

adj. verb. von σύνειμι.

Russian (Dvoretsky)

συνεστέον: adj. verb. к σύνειμι I.

Greek (Liddell-Scott)

συνεστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ σύνειμι (εἰμί), δεῖ συνεῖναι, ὡς ἤδη ἐγνωκὼς ὅτι πάντως συνεστέον Πρωταγόρᾳ Πλάτ. Πρωτ. 313Β.

Greek Monotonic

συνεστέον: ρημ. επίθ. του σύνειμι (εἰμί, Λατ. sum), πρέπει κάποιος να συντροφεύσει κάποιον άλλο, τινί, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεστέον, adj. verb. van σύνειμι, men moet omgaan met, met dat.