ἡμιφαής

Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡμιφαές, half-shining, = ἡμιφανής, λάρναξ AP 7.478 (Leon., sed leg. ἡμιχανεῖ).

German (Pape)

[Seite 1171] λάρναξ, halb erscheinend, d. i. halb offen, Leon. Tar. 67 (VII, 478).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à moitié visible.
Étymologie: ἡμι-, φάος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐφαής: наполовину видимый, т. е. полуоткрытый (λάρναξ Anth. - v.l. ἡμιχανής).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιφαής: ἡμιφανής, λάρναξ Ἀνθ. Π. 7. 478.

Greek Monolingual

ἡμιφαής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, μισάνοιχτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φαης (< φάος, το, «φως»), πρβλ. αυτοφαής, πασιφαής].

Greek Monotonic

ἡμιφαής: -ές (φάος), ορατός κατά το ήμισυ, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡμι-φαής, ές φάος
half-shining, Anth.