καλλίδενδρος
English (LSJ)
καλλίδενδρον, with fine trees, of places, Plb.5.19.2 (Sup.), Sch. Pi.O.9.27.
German (Pape)
[Seite 1309] mit schönen Bäumen; Schol. Pind. Ol. 9, 27; καλλιδενδρότατος τόπος Pol. 5, 19, 2.
Russian (Dvoretsky)
καλλίδενδρος: поросший прекрасными деревьями (τόπος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλίδενδρος: -ον, ἔχων ὡραῖα δένδρα, Πολύβ. 5. 19, 2, ἐν τῷ Ὑπερθ.: ― καλλιδενδρία, ἡ, δάσος ἐκ καλῶν δένδρων, Συλλ. Ἐπιγρ. 8735. 11.
Greek Monolingual
καλλίδενδρος, -ον (Α)
(για τόπο)
1. αυτός που έχει ωραία δένδρα
2. αυτός που έχει πλούσια δενδροφυτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. μεγαλόδενδρος, ολιγόδενδρος].