δυσκαμπής

Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δυσκαμπές, hard to bend, Plu.2.650d, Aret.SD2.3: Comp., Sabin. ap. Orib.9.19.2.

Spanish (DGE)

-ές
1 difícil de doblar, rígido de partes del cuerpo ποιεῖ δὲ καὶ νεῦρα δυσκαμπῆ ... τὸ ἄγαν ψῦχος Plu.2.953d, βλέφαρα Gal.3.811, 7.260, ῥάχις Archig. en Aët.11.4, de pers. κατὰ ῥάχιν δ. Aret.SD 2.3.5, cf. Gal.6.199
subst. τὸ δ. rigidez τὸ δ. αὐτῶν (τῶν γερόντων) Plu.2.650d, plu. τὰ δυσκαμπῆ las partes rígidas Gal.9.325.
2 poco flexible de árboles, Sabin. en Orib.9.19.2, κέδρος Basil.M.29.293B
fig. inflexible, difícil de inclinarse γόνυ Chrys.M.64.24
neutr. subst. τὸ δ. πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ ἡγεμονικοῦ Origenes Fr.in Ps.106.16.

German (Pape)

[Seite 682] ές, unbiegsam; νεῦρα Plut. de prim. frigid. 18; φωνή Poll. 2, 117; ἵππος 1, 219.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difficile à courber.
Étymologie: δυσ-, κάμπτω.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαμπής: с трудом сгибающийся, негибкий (δ. καὶ σκληρός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαμπής: -ές, δύσκαμπτος, Πλούτ. 2, 650D, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.

Greek Monolingual

δυσκαμπής, -ές (Α)
1. δύσκαμπτος
2. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται, ο δυσήνιος.