κνισοδιώκτης

Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κνισοδιώκτου, ὁ, Fat-hunter, name of a mouse, v.l. Batr. 232.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσοδῐώκτης: -ου, ὁ, ὁ διώκων, ἐπιζητῶν λίπος, ὄνομα μυὸς ἐν Βατραχομ. 235.

Greek Monolingual

κνισοδιώκτης, ὁ (Α)
(κωμική ονομασία μύγας) αυτός που επιζητεί το λίπος (Βατραχομ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + διώκτης (πρβλ. ιπποδιώκτης, ληστοδιώκτης)].

German (Pape)

ὁ, dem Bratengeruch nachgehend, Bratenriecher; so heißt in der Batrach. 234 eine Maus.