ἄππα

Revision as of 11:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

= πάππα, ἄττα (Maced., acc. to EM167.32), Call.Dian.6, BGU714.15, al.

Spanish (DGE)

v. ἄπα.

German (Pape)

[Seite 337] Väterchen, Callim. Dian. 6, vgl. ἄττα.

French (Bailly abrégé)

indécl.
c. ἀπφά.

Greek Monolingual

ἄππα (Α)
(προσαγόρευση στον πατέρα) πατερούλη, παππάκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. πάππα, άττα, άπφα, απφύς). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. άππας «τροφεύς», ο οποίος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει κάποιον ιερέα του Διονύσου, ενώ σε πολλούς παπύρους αναφέρεται σε Κρητικό ιερέα. Η λ. είναι πιθ. διαλεκτική (μακεδόνικη) και συνδέεται με το τοχαρικό appakke «πατέρας»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: father (Call.)
Derivatives: ἄππας title of a priest (Magnesia, Lydien); christan priest; = τροφεύς H.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Acc. to EM 167, 32 Macedonian; doubtful. Hypocoristic elementary word, cf. πάππα, ἄττα, ἄπφα. - Cf. Toch. B appa-kke father.

Frisk Etymology German

ἄππα: {áppa}
Meaning: Vater (Kall., Pap., nach EM 167, 32 makedonisch).
Etymology: Hypokoristisches Lallwort, vgl. πάππα, ἄττα, ἄπφα. — "Grammatikalisierte" Form ἄππας Titel eines Priesterbeamten (Magnesia, Lydien) = τροφεύς H. Vgl. toch. B appa-kke Vater.
Page 1,126