αἰσχυντηρός
English (LSJ)
ά, όν, = αἰσχυντηλός, in Comp., Pl.Grg. 487b.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
pudoroso, púdico, γυνή LXX Si.26.15, cf. Herm.Mand.6.2, Moer.α 55.
German (Pape)
= αἰσχυντηλός, Plat. Gorg. 487b im Kompar.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχυντηρός: Plat. = αἰσχυντηλός.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντηρός: αἰσχυντηλὸς ἐν τῷ συγκρ., πρβλ. Πλάτ. Γόργ. 487Β (ὑπάρχει ἀμφιβολία περὶ τοῦ τίς εἶναι ὁ Ἀττικώτερος τύπος Πίερσ. εἰς Μοῖριν, σ. 27).
Greek Monolingual
-ά, -όν (Α)
ο αισχυντηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].
Greek Monotonic
αἰσχυντηρός: -ά, -όν = αἰσχυντηλός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
= αἰσχυντηλός, Plat.]