ὀψαρότης
English (LSJ)
ὀψαρότου, ὁ, (ὀψέ, ἀρόω) one who ploughs late, Hes.Op.490.
German (Pape)
[Seite 432] ὁ, der spät Pflügende, Hes. O. 492.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui laboure tardivement.
Étymologie: ὀψέ, ἀρόω.
Russian (Dvoretsky)
ὀψᾰρότης: ου adj. m поздно пашущий Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψᾰρότης: -ου, ὁ, (ὀψὲ) ὁ ἀροτριῶν ὀψέ, ἀργά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 488.
Greek Monolingual
ὀψαρότης, ὁ (Α)
αυτός που οργώνει τον αγρό καθυστερημένα, αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀρῶ «οργώνω» + κατάλ. -ότης].
Greek Monotonic
ὀψᾰρότης: -ου, ὁ (ὀψέ), αυτός που οργώνει καθυστερημένα, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ὀψ-ᾰρότης, ου, ὁ, [ὀψέ]
one who ploughs late, Hes.