ὀψαρότης

Revision as of 11:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὀψαρότου, ὁ, (ὀψέ, ἀρόω) one who ploughs late, Hes.Op.490.

German (Pape)

[Seite 432] ὁ, der spät Pflügende, Hes. O. 492.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui laboure tardivement.
Étymologie: ὀψέ, ἀρόω.

Russian (Dvoretsky)

ὀψᾰρότης: ου adj. m поздно пашущий Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψᾰρότης: -ου, ὁ, (ὀψὲ) ὁ ἀροτριῶν ὀψέ, ἀργά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 488.

Greek Monolingual

ὀψαρότης, ὁ (Α)
αυτός που οργώνει τον αγρό καθυστερημένα, αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀρῶ «οργώνω» + κατάλ. -ότης].

Greek Monotonic

ὀψᾰρότης: -ου, ὁ (ὀψέ), αυτός που οργώνει καθυστερημένα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὀψ-ᾰρότης, ου, ὁ, [ὀψέ]
one who ploughs late, Hes.

Mantoulidis Etymological

-ου (ἀρόω) (=αὐτός πού ὀργώνει ἀργά). Ἀπό τό ὀψέ + ἀρόω -ῶ.