προσχρίμπτω
English (LSJ)
Ep. ποτιχρίμπτω, touch, graze, Orph.L.53 (Med.).
German (Pape)
[Seite 789] daran streifen, annähern, Orph. Lith. 52. daran streifen, annähern, Orph. Lith. 52.
Greek (Liddell-Scott)
προσχρίμπτω: ἐγγίζω, ἐπιψαύω, Δωρικ. ποτιχρ-, κατὰ τὸν Δινδ. ἀντὶ ὠτὶ χρ., Αἰσχύλ. Θήβ. 84, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 53.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προσχρίμπτω: Δωρ. ποτι-, μέλ. -ψω, έρχομαι κοντά, αγγίζω, πλησιάζω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
doric ποτι fut. ψω
to come near, Aesch.