ποτιχρίμπτω
From LSJ
English (LSJ)
Epic for προσχρίμπτω.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσχρίμπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + χρίμπτομαι «πλησιάζω»].
Full diacritics: ποτιχρίμπτω | Medium diacritics: ποτιχρίμπτω | Low diacritics: ποτιχρίμπτω | Capitals: ΠΟΤΙΧΡΙΜΠΤΩ |
Transliteration A: potichrímptō | Transliteration B: potichrimptō | Transliteration C: potichrimpto | Beta Code: potixri/mptw |
Epic for προσχρίμπτω.
Α
(δωρ. τ.) προσχρίμπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + χρίμπτομαι «πλησιάζω»].