ποτιχρίμπτω

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιχρίμπτω Medium diacritics: ποτιχρίμπτω Low diacritics: ποτιχρίμπτω Capitals: ΠΟΤΙΧΡΙΜΠΤΩ
Transliteration A: potichrímptō Transliteration B: potichrimptō Transliteration C: potichrimpto Beta Code: potixri/mptw

English (LSJ)

Epic for προσχρίμπτω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσχρίμπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + χρίμπτομαι «πλησιάζω»].