ἐμπιέζω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 812] ion. auch ἐμπιάζω, hineindrängen, eindrücken; Hippocr.; ὅταν ἐμπιεσθῇ Plut. qu. Plat. 4.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐμπιέζω: вдавливать, втискивать, вталкивать (ὅταν ἐμπιεσθῇ τὸ σιτίον ὑπὸ τῆς γλώττης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπιέζω: πιέζω πρὸς τὰ ἐντός, ἐν τῷ παθ., Ἱππ. 272 ἐν τέλει, Πλούτ. 2. 1005Α.