σπερμολογία
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 920] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines σπερμολόγος, Schmarotzerei, Plut. Alc. 36 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bouffonnerie de parasite.
Étymologie: σπερμολόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπερμολογία -ας, ἡ [σπερμολόγος] gezwets, praatjes, roddels:. σ. ναυτική zeemans-praatjes Plut. Alc. 36.2.
Russian (Dvoretsky)
σπερμολογία: ἡ пустословие, бахвальство Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σπερμολόγος
η διάδοση ανεξέλεγκτων και συχνά κακόβουλων φημών (α. «τα δημοσιεύματα ορισμένων εφημερίδων αποτελούν σπερμολογίες» β. «διαμιλλώμενος ύπερβαλέσθαι βωμολοχία και σπερμολογίᾳ», Πλούτ.).
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
σπερμολογία: ἡ, φλυαρία, ἀδολεσχία, Πλουτ. Ἀλκιβ. 36., 2, 63Β, κτλ.
Middle Liddell
σπερμολογία, ἡ,
babbling, gossip, Plut. [from σπερμολόγος