καινουργής

Revision as of 12:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

καινουργές, newly made, τρίποδες Sch.Il.9.122.

German (Pape)

[Seite 1295] ές, neu gemacht, Schol. Il. 9, 122, Erkl. von ἄπυροι τρίποδες.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργής: -ές, καινούργιος, ἀμεταχείριστος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 122.

Greek Monolingual

-ές (Α καινουργής, -ές)
1. πρόσφατα κατασκευασμένος, αμεταχείριστος, καινούργιος
2. φρ. «από καινουργής» — εξ αρχής, εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < καινός + -(F)εργής (< (F)ἔργον), πρβλ. αληθουργής, νεουργής].