ἀμεταχείριστος
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
ἀμεταχείριστον,
A not hanselled, new, Ar.Fr.710.
II difficult to handle, intractable, Glossaria, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 dificil de manejar τὰ κοινά Ar.Fr.710, cf. Phryn.PS p.40, Hsch.
2 intratable, Gloss.2.90.
German (Pape)
[Seite 123] nicht zu behandeln, Ar. frg. 579 bei Poll. 2, 150.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεταχείριστος: непривычный, неудобный, несподручный Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεταχείριστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, νέος, προσέτι ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεταχειρισθῇ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 579 (Πολυδ. Β. 150) ἀμεταχείριστα: τὰ καινά, ἃ ἂν ουδεὶς μεταχειρίσαιτο,» Φρυν. Σοφ. Προπ. ἐν Α. Β. σ. 23. 27. ΙΙ. δύσληπτος, δυσμεταχείριστος, «ἀμεταχείριστα, δύσπληπτα», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμεταχείριστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τον μεταχειρίζεται ή δεν τον μεταχειρίστηκε ακόμη κανείς, αχρησιμοποίητος, ολοκαίνουργιος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον μεταχειριστεί, να τον χρησιμοποιήσει, άχρηστος, δύσχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταχειρίζω, μεταχειρίζομαι].