συνεξιχνεύω

Revision as of 12:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

trace out along with, τινί τι Plu.Cic.18.

French (Bailly abrégé)

suivre ensemble à la piste.
Étymologie: σύν, ἐξιχνεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξιχνεύω samen (met...) nasporen, met acc. en dat. iets samen met iem.

German (Pape)

mit od. zugleich ausspüren, Plut. Cic. 18.

Russian (Dvoretsky)

συνεξιχνεύω: вместе искать по следу, сообща выслеживать (τί τινι Plut.).

Greek Monolingual

Α
ανακαλύπτω ύστερα από κοινή έρευνα με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιχνεύω «εξιχνιάζω, ανακαλύπτω»].

Greek Monotonic

συνεξιχνεύω: μέλ. -σω, εξιχνιάζω κάτι από κοινού με κάποιον, τίτινι, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξιχνεύω: ἐξιχνεύω ὁμοῦ μετά τινος, πολλούς ἔχων ἔξωθεν ἐπισκοποῦντας τὰ πραττόμενα καὶ συνεξιχνεύοντας αὐτῷ Πλουτ. Κικ. 18.

Middle Liddell

fut. σω
to trace out along with, τί τινι Plut.