ἀντοφείλω

Revision as of 12:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

owe a good turn, to be indebted, Th.2.40.

Spanish (DGE)

deber un favor ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος Th.2.40.

German (Pape)

[Seite 265] dagegen, dafür schuldig sein, χάριν Thuc. 2, 40.

French (Bailly abrégé)

devoir à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, ὀφείλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντοφείλω: быть со своей стороны в долгу Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντοφείλω: ὀφείλω χάριν, ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ’ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς χάριν, διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται χάρις, ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40.

Greek Monolingual

ἀντοφείλω (Α)
χρωστώ χάρη ή ευεργεσία
(«ὁ δ' ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» — αυτός όμως που χρωστάει χάρη σε άλλον δεν είναι πολύ πρόθυμος στην ανταπόδοση της οφειλής του, Θουκυδ.).

Greek Monotonic

ἀντοφείλω: μέλ. -ήσω, χρωστώ σε κάποιον αντι-χάρη, σε Θουκ.

Middle Liddell

to owe one a good turn, Thuc.