δάσυμα

Revision as of 12:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό, = τράχωμα., Sever. ap. Aët.7.45.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. aspereza, rugosidad de los párpados, a veces como sinón. de tracoma τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.

German (Pape)

[Seite 524] τό, die Rauhheit, Aet.

Greek (Liddell-Scott)

δάσῡμα: -ατος, τό, = τρίχωμα, Ἀέτ. σ. 131.

Greek Monolingual

δάσυμα, το (Α)
το τράχωμα των ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς (πρβλ. γλώσσημα-γλώσσα, γαμήλευμα-γαμήλιος)].