κραδαλός
English (LSJ)
κραδαλή, κραδαλόν, quivering, Eust.1165.20.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰδᾰλός: -ή, -όν, εὐκράδαντος, εὐκίνητος, Εὐστάθ. 1165. 20· πρβλ. ῥοδαλός.
Greek Monolingual
κραδαλός, -ή, -όν (Α)
αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο του κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα -αλό-ς (πρβλ. ομαλός, τροχαλός)].
German (Pape)
von κραδαίνω, leicht zu schwingen, zu erschüttern, Eust. 1165.20.