ἐκδιαβαίνω
English (LSJ)
pass quite over, τάφρον Il.10.198.
Spanish (DGE)
saltar sobre, franquear τάφρον Il.10.198.
German (Pape)
[Seite 757] (s. βαίνω), ganz hindurch u. herausgehen, τάφρον Il. 10, 198.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐκδιαβαίνω: переходить, переступать (τάφρον Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιαβαίνω: διαβαίνω, μετ’ αἰτ., τάφρον δ’ ἐκδιαβάντες, «διὰ τῶν προθέσεων δηλοῖ τὸ δύσβατον τοῦ ὀρύγματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 198.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐκδιαβαίνω (Α)
διαβαίνω από δύσκολο πέρασμα.
Greek Monotonic
ἐκδιαβαίνω: αόρ. βʹ -δεξέβην, διαβαίνω, περνώ εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.