λεῖψις

Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A omission, τοῦ ἄρθρου A.D.Synt.78.9.
2 failure, lack, ἀγαθῶν Cat.Cod.Astr.8(1).182.
II Math., negative term in an algebraic expression, opp. ὕπαρξις, λ. ἐπὶ λεῖψιν πολλαπλασιασθεῖσα ποιεῖ ὕπαρξιν a minus multiplied by a minus gives a plus, Dioph.1 Def.9: dat. λείψει c. gen., minus, Id.2.21.

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, das Zurücklassen, Verlassen, E. M.

Greek Monolingual

λεῖψις, -εως, ἡ (ΑM)
έλλειψη, στέρηση
αρχ.
1. παράλειψη
2. έκλειψη
3. όρος με αρνητικό πρόσημο στις αλγεβρικές παραστάσεις, σε αντιδιαστολή με το ὕπαρξις («λεῖψις ἐπὶ λεῖψιν πολλαπλασιασθείσα ποιεῖ ὕπαρξιν», Διοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θ. λειπ- του λείπω + κατάλ. -σις].