ἐφεύρεμα
English (LSJ)
-ατος, τό, discovery, invention, in plural, Sch.E.Hec.627; artifices, tricks, IG22.1119.4 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1116] τό, = ἐφεύρημα, Schol. Eur. Hec. 622.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεύρεμα: τό, = ἐφεύρημα, ἀνακάλυψις, ἐφεύρεσις, Βασίλ. ΙΙΙ. 165C, Σχόλ. εἰς Εὐρ.
Greek Monolingual
ἐφεύρεμα, τὸ (ΑΜ) εφευρίσκω
1. εφεύρημα, ανακάλυψη, εφεύρεση, επινόηση
2. στον πληθ. τὰ ἐφευρέματα
επιγρ. τα τεχνάσματα.