ἐφεύρημα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό, = ἐφεύρεμα, Sch.D.T.p.108 H. (pl.), Sch.E. Hec.626 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1116] τό, das dazu Erfundene, die Erfindung, B. A. 650, 6 u. a. Sp.; vgl. ἐφεύρεμα u. Lob. zu Phryn. p. 446.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἐφεύρημα και ἐφεύρεμα) εφευρίσκω
επινόηση, εφεύρεση, ανακάλυψη («ἐφευρήματα ἀπό τῶν ἀνθρώπων τὰς προσηγορίας ἐσχήκασιν», Τζέτζ.).