ναυτία

Revision as of 10:40, 27 August 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ion. ναυσίη Semon.7.54, ἡ:—
A seasickness, or generally, nausea, Arist.PA664b13 (pl.), Aret.SA1.5,2.2, Alciphr.2.4, Jul.Or.6.190d: pl., Porph.Gaur.8.1.
2 generally, disgust, Semon.l.c.

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, u. ναυτιάω, att, = ναυσία, ναυσιάω, auch ναυττιάω geschrieben, Phot. lex., vgl. Lob. zu Phryn. p. 194.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mal de mer ; nausée, envie de vomir.
Étymologie: ναύτης.

Russian (Dvoretsky)

ναυτία:
1 морская болезнь Arst., Plut.;
2 тошнота (ναυτίαι λαμβάνουσι τὰς πλείστας γυναῖκας κυούσας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυτία: ἡ (ναῦς) «ἀναγοῦλα», Γαλην. Λεξ. Ἱππ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 8, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5., 2. 2. 2) καθόλου, τὸ βδελύττεσθαι, αἰσθάνεσθαι ἐνδόμυχον ἀποστροφήν, Λατ. mausea, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 54.

Greek Monolingual

η (Α ναυτία και ιων. τ. ναυσίη)
1. ζάλη η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου
2. μτφ. αηδία, αποστροφή («η φλυαρία του μού προκάλεσε ναυτία».)
νεοελλ.
ιατρ. αίσθημα δυσφορίας στη στομαχική χώρα που συνδυάζεται με αίσθημα αηδίας για λήψη τροφής και επικείμενου εμέτου, που συχνά ακολουθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + -ία, χωρίς συριστικοποίηση του -τ- που βρίσκουμε στο ναυσία)].

Greek Monotonic

ναυτία: ἡ (ναῦς), ζάλη που προκαλεί το ταξίδι στη θάλασσα, αίσθημα ναυτίας, αναγούλα, αηδία, Λατ. nausea, σε Σιμων.

Middle Liddell

ναυτία, ἡ, ναῦς
seasickness, qualmishness, disgust, Lat. nausea, Simon.

Translations

seasickness

Arabic: دُوَار اَلْبَحْر‎; Armenian: ծովախտ; Belarusian: марская хвароба; Bulgarian: морска болест; Chinese Mandarin: 暈船/晕船; Czech: mořská nemoc; Danish: søsyge; Esperanto: marmalsano; Faroese: sjóverkur; Finnish: merisairaus; French: mal de mer, naupathie; German: Seekrankheit, Naupathie; Greek: ναυτία; Ancient Greek: ναυσία, ναυτία, ναυσίη; Hebrew: מחלת ים \ מַחֲלַת יָם‎; Hungarian: tengeribetegség; Icelandic: sjóveiki; Irish: tinneas farraige; Italian: mal di mare, naupatia; Japanese: 船酔い; Korean: 뱃멀미; Latvian: jūras slimība; Maori: mate moana; Norman: ma d'la mé; Norwegian Bokmål: sjøsyke, sjøsjuke; Nynorsk: sjøsjuke; Occitan: mau de mar; Plautdietsch: Seekrankheit; Polish: choroba morska; Portuguese: enjoo marítimo; Romanian: rău de mare; Russian: морская болезнь, кинетоз; Serbo-Croatian Cyrillic: морска бо̏ле̄ст, кинетоза; Roman: morska bȍlēst, kinetóza; Slovak: morská choroba; Spanish: mareo; Swedish: sjösjuka; Tagalog: lula, pagkalula, sawan; Turkish: deniz tutması; Ukrainian: морська хвороба; Volapük: melamaläd; Welsh: salwch môr, sâl môr; Yiddish: ים־קראַנקײַט‎