κνῆστις

Revision as of 13:01, 26 October 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κνήστεως and κνήστιος, ἡ, cheese grater, Il.11.640, Nic.Th.696 (contr. dat. κνήστι), AP6.305 (Leon.).
2 τυροῦ κνῆστις = cheese-gratings, Porph.VP34.
II = κνησμός, Opp.H.2.427.
III = ῥάχις, spine, Hsch., perhaps to be read in Od.10.161 (v. ἄκνηστις).

German (Pape)

[Seite 1460] εως u. ιος, ἡ, 1) Schabmesser, z. B. zum Schaben des Käses, κνῆ τυρὸν κνήστι χαλκείῃ Il. 11, 640; κνῆστιν Leon. Tar. 14 (VI, 305). – 2) = κνησμός, Opp. Hal. 2, 427.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
dat. ιι (par contract. -ῑ), acc. κνῆστιν;
racloir, grattoir, râpe à fromage.
Étymologie: κνάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνῆστις -εως en - ιος, ἡ [κνάω] dat. κνήστι, acc. κνῆστιν, rasp.

Russian (Dvoretsky)

κνῆστις: εως, эп. ιος ἡ нож для соскабливания сыра, скребок Anth.: κνῆ τυρὸν κνήστι χαλκείῃ Hom. (она) натерла сыр медным скребком.

English (Autenrieth)

dat. κνήστῖ (κνάω): grater, or knife for grating, Il. 11.640†.

Greek Monolingual

κνῆστις, -εως και -ιος, ἡ (Α) κνω
1. τρίφτης για ξύσιμο τυριού
2. κνησμός, φαγούρα
3. (κατά τον Ησύχ.) ράχη
4. φρ. «τυροῦ κνῆστις» — τα ξέσματα του τυριού.

Greek Monotonic

κνῆστις: -εως και -ιος, ἡ (κνάω), μαχαίρι για την αποφλοίωση τυριού, σε Ομήρ. Ιλ. (ως συνηρ. δοτ. κνήστῑ).

Greek (Liddell-Scott)

κνῆστις: -εως, καὶ ιος, ἡ, (κνάωμάχαιρα πρὸς ξέσιν τυροῦ, Ἰλ. Λ. 640 (ἐν συντετμ. δοτ. κνήστῑ), Ἀνθ. Π. 6. 305· πρβλ. τυρόκνηστις. ΙΙ. = κνησμός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 427.

Middle Liddell

κνῆστις, εως κνάω
a knife for scraping cheese, Il.