ζημιωτής

Revision as of 09:12, 6 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ζημιωτοῦ, ὁ, one who punishes, Sch.rec.A.Pr.77; executioner, Eust.1833.53.

German (Pape)

[Seite 1139] ὁ, der Bestrafende, Eust.; Schol. Aesch. Prom. 77.

Greek (Liddell-Scott)

ζημιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβάλλων ποινάς, τιμωρός, Σχόλ. Αἰσχύλ. Πρ. 77· - δήμιος, Εὐστ. 1833. 53.

Greek Monolingual

ο (AM ζημιωτής) ζημιώ
νεοελλ.
αυτός που επιφέρει ζημιά, βλάβη
μσν.
ο δήμιος («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που επιβάλλει ποινή, τιμωρία.

{{trml |trtx=