εικονοστάσι

Revision as of 10:44, 10 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=εικονοστάσιο και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον)<br /><b>1.</b> το μέρος του σπιτιο...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

εικονοστάσιο και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον)
1. το μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες
2. το διάφραγμα, το χώρισμα μεταξύ του κυρίως ναού και του Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων
νεοελλ.
μικρό κτίσμα στο ύπαιθρο όπου τοποθετείται εικόνα ή εικόνες
αρχ.
ο χώρος στον οποίο τοποθετούνται τα λατρευτικά αγάλματα.