εἰκονοστάσιον

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκονοστᾰ́σιον Medium diacritics: εἰκονοστάσιον Low diacritics: εικονοστάσιον Capitals: ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟΝ
Transliteration A: eikonostásion Transliteration B: eikonostasion Transliteration C: eikonostasion Beta Code: ei)konosta/sion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, shrine, Anon.in Rh.78.2.

Spanish (DGE)

-ου, τό
iconostasio, especie de capilla con imágenes o iconos εἰκονοστάσια μικρὰ ξύλινα Anon.in Rh.78.2.

Greek Monolingual

εικονοστάσιο και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον)
1. το μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες
2. το διάφραγμα, το χώρισμα μεταξύ του κυρίως ναού και του Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων
νεοελλ.
μικρό κτίσμα στο ύπαιθρο όπου τοποθετείται εικόνα ή εικόνες
αρχ.
ο χώρος στον οποίο τοποθετούνται τα λατρευτικά αγάλματα.