εικονοστάσιο
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
εικονοστάσιο και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον)
1. το μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες
2. το διάφραγμα, το χώρισμα μεταξύ του κυρίως ναού και του Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων
νεοελλ.
μικρό κτίσμα στο ύπαιθρο όπου τοποθετείται εικόνα ή εικόνες
αρχ.
ο χώρος στον οποίο τοποθετούνται τα λατρευτικά αγάλματα.