δυσθεράπευτος

Revision as of 16:29, 16 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰ], ον, hard to cure, Hp.Medic.10, S.Aj.609 (lyr.); εὐήθεια Ph.1.334.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1medic. difícil de curar, incurable ἕλκος Hp.Medic.10, Gal.8.391, 13.477, ἀλωπεκία Asclep. en Gal.12.410, Heras en Gal.12.400, διάθεσις Gal.12.981, cf. Gr.Naz.M.36.408B, νόσος Eus.DE 4.10, Heph.Astr.3.31.8, σταφυλώματα Aët.7.36, cf. Gal.12.203, Vett.Val.202.30, Paul.Al.95.3, Alex.Trall.1.349.12, ἐμφυσήματα Aët.2.24
de pers. que tiene una herida incurable Αἴας S.Ai.609, cf. Antyll. en Orib.50.2.1, 50.2.2.
2 de abstr., fig. difícil de remediar o solucionar εὐήθεια Ph.1.334, δειλία Ph.1.375, λῦπαι Epist.Char.p.33.3, ἀμαθία, νόσος δ. Ph.2.376, cf. Chrys.M.62.724
difícil de dirimir φιλονεικίαι Gr.Nyss.Or.Dom.7.12
difícil de arreglar τὸ σχίσμα (τοῦ χιτῶνος) Gr.Nyss.Hom.in Cant.329.6
tb. de pers. difícil de redimir de los falsos cristianos, Ign.Eph.7.1.
II adv. δυσθεραπεύτως = en forma difícil de curar δ. ἔχοντας τὰ σώματα Ammon.Diff.29.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zu heilen, Hippocr.; schwer zu warten, zu behandeln, Ajas, Soph. Ai. 603.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à soigner, à guérir.
Étymologie: δυσ-, θεραπεύω.

Russian (Dvoretsky)

δυσθεράπευτος: трудноисцелимый Soph.

Greek (Liddell-Scott)

δυσθεράπευτος: -ον, δυσίατος, Ἱππ. 21. 26, Σοφ. Αἴ. 609.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσθεράπευτος, -ον)
αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.

Greek Monotonic

δυσθεράπευτος: -ον (θεραπεύω), αυτός που δύσκολα γιατρεύεται, σε Σοφ.

Middle Liddell

δυσ-θεράπευτος, ον θεραπεύω
hard to cure, Soph.