τρύγγας

Revision as of 22:20, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, v.l. for πύγαργος, Arist.HA593b5.

German (Pape)

[Seite 1155] ὁ, ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3, zw.

Russian (Dvoretsky)

τρύγγας:тринг (вид неизвестного нам животного, v.l. к πύγαργος) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγγας: ὁ, διάφορ. γραφ. ἀντὶ πύγαργος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 13.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
είδος ζώου, ο πύγαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. του πύγαργος.
(II)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus της οικογένειας σκολοπακίδες.