ἐπιβουλία

Revision as of 10:21, 14 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, treachery, Pi.N.4.37, D.S.26.15.

German (Pape)

[Seite 930] ἡ, dasselbe, Pind. N. 4, 37.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβουλία: ἡ Pind., Diod. = ἐπιβουλή 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβουλία: ἡ, δόλος, προδοσία, ἐπιβουλή, Πινδ. Ν. 40. 60, Διοδ. Ἀποσπ. 569. 2.

English (Slater)

ἐπῐβουλία treachery ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (v.l. ἐπιβουλίαις, cf. (O. 10.41) ) (N. 4.37)

Greek Monolingual

η (Α ἐπιβουλία) επίβουλος
νεοελλ.
ονομασία μικρού σιφωνοφόρου
αρχ.
επιβουλή.

Translations

treachery

Azerbaijani: xəyanət, vəfasızlıq, xəyanətkarlıq, namərdlik; Bulgarian: измяна, предателство; Chinese Mandarin: 背信棄義/背信弃义; Finnish: petos; French: traîtrise; German: Verrat; Greek: δολιότητα, κακοπιστία, επιβουλή; Ancient Greek: ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπιστία, ἀπιστίη, δόλος, δολοφονία, ἐνέδρα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλή, ἐπιβουλία, τὸ ἄπιστον, τὸ ἄσπονδον, ὑπουλότης; Italian: tradimento, slealtà, inganno; Japanese: 裏切り; Kapampangan: kasukaban, kesukaban; Latin: perfidia; Maori: kaikaiwaiūtanga, kaikaiwaiū; Russian: предательство, измена, вероломство; Swedish: svek, förräderi; Tagalog: kataksilan; Welsh: brad, bradau