v. ζακόρος.• Diccionario Micénico: da-ko-ro.
French: néocore; Greek: νεωκόρος; Ancient Greek: δακόρος, ζακόρος, ζάκορος, θεοκόρος, νακόρος, ναοκόρος, ναυκόρος, νεακόρος, νειοκόρος, νεοκόρος, νεωκόρος, νηοκόρος, σιοκόλος, σιοκόρος; Italian: neocoro; Latin: neocorus