ετέρωσε

Revision as of 14:28, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἑτέρωσε (ΑΜ)
επίρρ. μσν. με άλλον τρόπο, αλλιώς
αρχ.
1. προς το άλλο μέροςἔνθεν μέν... ἑτέρωσε δέ», Πλάτ.)
2. (με ρήμ. κινήσεως) στο άλλο μέρος, απέναντι («οἱ δ' ἑτέρωσε καθῖζον», Ομ. Ιλ.)
3. προς άλλο μέρος, αλλούἑτέρωσε τρέχων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετέρως + επιρρ. κατάλ. -σε, πρβλ. άλλο-σε].