ἑτέρωσε
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
A Adv. to the other side, Il.4.492, Od.16.179; ἔνθεν μὲν... ἑτέρωσε δὲ.. Pl.Sph.224a; on one side, ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il. 8.306, cf. Od.22.17.
2 in pregnant sense with certain Verbs, on the other side, οἱ δ' ἑτέρωσε καθῖζον Il.20.151; κἂν ἑτέρωσε πατάξῃ τις D.4.40.
II = ἄλλοσε, elsewhither, aside, ἑτέρωσε λιασθείς Il.23.231; κύνες ἑτέρωσε φόβηθεν Od.16.163, etc.; ἑτέρωσε τρέχων Ar.Ach.828; also εἰς ἑτέρωσε A.R.4.1315.
2 elsewhere, Luc. Charid.22.
German (Pape)
[Seite 1051] nach der andern Seite hin, ἀπὸ πυρκαϊῆς ἑτέρωσε λιασθείς Il. 23, 231; ταρβήσας δ' ἑτ. βάλ' ὄμματα Od. 16, 179; sp. D.; ἔνθεν μὲν ὠνηθεῖσαν, ἑτέρωσε δὲ ἀγομένην, dorthin, Plat. Soph. 224 a. Allgemeiner, anderswohin, Ar. Ach. 828; – εἰς ἑτέρωσε, Ap. Rh. 4, 1315.
French (Bailly abrégé)
adv.
I. avec mouv.
1 vers l'autre côté;
2 sur l'un des deux côtés;
3 d'un autre côté;
II. sans mouv. de l'autre côté.
Étymologie: ἕτερος, -σε.
Russian (Dvoretsky)
ἑτέρωσε: adv.
1 в другое место, в другую сторону (лат. aliorsum) (ἑτέρωσε βάλλειν ὄμματα Hom.; τρέχειν Arph.): ἐκλίνθη ἑτέρωσε Hom. (раненый Антиной) упал на бок;
2 в другом месте, (где-л.) там (лат. alibi) (ἔνθεν μὲν … ἑτέρωσε δέ Plat.);
3 с другой стороны (καθίζειν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτέρωσε: Ἐπίρρ., πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Ἰλ. Δ. 492 Ὀδ. Π. 179· ἔνθεν μέν... ἑτ. δὲ... Πλάτ. Σοφιστ. 224Α: - πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἑτ. κάρη βάλεν Ἰλ. Θ. 306, πρβλ. 308, Ν. 543, Ὀδ. Χ. 17. 2) βραχυλογικῶς μετὰ ῥημάτων στάσεως, ὡς εἰ αντὶ τοῦ ἑτέρωθι, ἐπὶ τοῦ ἑτέρου μέρους, οἱ δ’ ἑτ. καθῖζον Ἰλ. Υ. 151· κἄν ἑτ. πατάξῃς Δημ. 51. 27. ΙΙ. = ἄλλοσε, πρός ἄλλο μέρος, Ἰλ. Ψ. 231, Ὀδ. Π. 163, καὶ Ἀττ.· ἐτ. τρέχειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 828· ὡσαύτως, εἰς ἑτ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1315.
English (Autenrieth)
in the other direction, Il. 4.492, Od. 19.470; to one side, Il. 8.306, 308; in another direction, away, Il. 23.231, Od. 16.179.
Greek Monolingual
ἑτέρωσε (ΑΜ)
επίρρ. μσν. με άλλον τρόπο, αλλιώς
αρχ.
1. προς το άλλο μέρος («ἔνθεν μέν... ἑτέρωσε δέ», Πλάτ.)
2. (με ρήμ. κινήσεως) στο άλλο μέρος, απέναντι («οἱ δ' ἑτέρωσε καθῖζον», Ομ. Ιλ.)
3. προς άλλο μέρος, αλλού («ἑτέρωσε τρέχων», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετέρως + επιρρ. κατάλ. -σε, πρβλ. άλλο-σε].
Greek Monotonic
ἑτέρωσε: (ἕτερος), επίρρ.:
I. 1. προς την άλλη πλευρά, στην άλλη μεριά, σε Όμηρ.· προς το ένα μέρος, προς τα εκεί, στον ίδ.
2. βραχυλογικά, με ρήματα στάσης, αντί ἑτέρωθι, στο άλλο μέρος, στην άλλη πλευρά, σε Ομήρ. Ιλ., Δημ.
II. ἄλλασε, προς κάποιο άλλο μέρος, σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ.
Middle Liddell
ἕτερος
1. adv. to the other side, Hom.:— on one side, Hom.
2. in pregnant sense with Verbs of Rest, as if for ἑτέρωθι, on the other side, Il., Dem.
II. = ἄλλοσε, elsewhither, Il., Hom.