ἤνις

Revision as of 14:54, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, epithet of cows, of uncertain meaning (yearling, fr. ἔνος (c), acc. to EM432.2, Hsch.), used by Hom. only in acc. sg. and pl.: gen. ἤνῐος A.R.4.174:—βοῦς.. ἤνῑς ἠκέστας Il.6.94,275,309; βοῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην 10.292, Od.3.382. (ἦνιν codd. and Ptol. Oroandae ap. Hdn.Gr.2.71; ἤνιν Tyrannioibid.: perhaps a stem in ῑ.)

Greek Monolingual

ἤνις, -ιος, ἡ (Α)
(επίθ. για αγελάδα) πιθ. αυτή που είναι ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ἔνος «παλιότερος-πρόσφατος», που απαντά στο ἐνι-αυτός. Το -ι- της λ. αμφισβητείται αν είναι μακρό ή βραχύ, γιατί μαρτυρούνται οι γραφές ἤνῖς και ἦνĭς. Ενδέχεται επίσης να προέρχεται κατ' απόσπαση από τη φράση βοῦν νῆνιν, όπου το νῆνιν είναι προϊόν συναιρέσεως από το νεῆνις «νέα»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adj. of βοῦς, βοῦν (Hom.)
Other forms: acc. pl.; sg. ἤνιν (ἦνιν?); gen. sg. ἤνιος A. R. 4, 174.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prob. with sch. Α 1 yearling, one-year-old, Vr̥ddhiformation of a word for year, seen also in ἐνιαυτός (s. v.)? Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 114 n. 1 (= Kl. Schr. 2, 1171 n. 1) with criticism of other ideas. On the stem-formation Schwyzer 463 with n. 5. Criticism also by Szemerényi, Sprache 11 (1965) 6-12.

Frisk Etymology German

ἤνις: {ḗnīs}
Forms: Akk. pl.; sg. ἤνιν (ἦνιν?); Gen. sg. ἤνιος A. R. 4, 174.
Meaning: ep. Beiwort von βοῦς, βοῦν (Hom.)
Etymology : Wohl mit Sch. Α 1 Jährling, einjährig, Vr̥ddhibildung von einem Wort für Jahr, das auch in ἐνιαυτός (s. d.) u. a. erhalten ist. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 114 A. 1 (= Kl. Schr. 2, 1171 A. 1) mit Kritik anderer Ansichten. Zur Stammbildung Schwyzer 463 mit A. 5.
Page 1,638