προσζεύγνυμι

Revision as of 08:52, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

attach by a yoke, τὸ ἄροτρον Porph.Abst.2.30: metaph., τῇ ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν Placit.1.3.5:—more freq. in Pass., προσζεύγνυμαι to be yoked, harnessed to, τινι Luc.Ner.4: abs., to be attached, ᾗ τὸ πηδάλιον προσέζευκται Arist.Mech.851a33: metaph., τῷ προσέζευξαι πλάνῳ; E.Alc.482, cf. Plot.1.4.16; to be contiguous, πύργοις J. BJ5.4.4.

German (Pape)

[Seite 764] (s. ζεύγνυμι), anjochen, anbinden, übertr., οἵᾳ συμφορᾷ προσεζύγης, Eur. Hipp. 1389.

French (Bailly abrégé)

attacher à ; Pass. προσζεύγνυμαι = être attaché à, τινι.
Étymologie: πρός, ζεύγνυμι.

Greek Monolingual

Α
1. συνάπτω στον ζυγό, ενώνω με ζυγό κάτι με κάτι άλλοπροσζεύγνυμι τὸ ἄροτρον», Πορφ.)
2. συνδέω, συναρμόζω (α. «τή ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν», Πλούτ.
β. «ἡ τὸ πηδάλιον προσέζευκται», Αριστοτ.)
3. παθ. προσζεύγνυμαι
συνέχομαι, συνορεύω («ἡ τοῦ βασιλέως αὐλὴ προσέζευκτο», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ζεύγνυμι «ενώνω, συνάπτω»].