συναπαίρω

Revision as of 11:25, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

English (LSJ)

plpf. 3sg. συναπήρκει prob. in Men.Kith.14:—intr.,
A sail or march away together, D.S.5.49,59, Str.4.1.4, al., Luc.Tox.18; μετά τινων Phld.Sto.Herc.339.9; τινι with one, Luc.Bis Acc.27, Ael. VH3.26; τινὶ ἐκ τοῦ βίου J.AJ9.8.6.
2 depart at the same time, Arist.HA597b16.

German (Pape)

[Seite 1001] mit od. zugleich wegheben; – intr., mit fortgehen; Luc. bis acc. 27; Ael. V. H. 3, 26; Hel. 1, 15.

German (Pape)

[Seite 1001] mit od. zugleich wegheben; – intr., mit fortgehen; Luc. bis acc. 27; Ael. V. H. 3, 26; Hel. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

lever la tente avec, τινι ; partir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπαίρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-απαίρω tegelijk (met...) of samen (met...) vertrekken; met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συναπαίρω: отправляться вместе или одновременно (ἐντεῦθεν Arst.; τινι Luc.): συναπᾶραι εἰς Φρυγίαν Diod. направиться во Фригию.

Greek Monolingual

Α
1. αποπλέω ή απέρχομαι μαζί με κάποιον («ἑκουσίως ἔφυγεν ἐκ τῆς Κρήτης μετὰ τῶν βουλομένων συναπᾱραι», Διόδ.)
2. αναχωρώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπαίρω «αποπλέω»].

Greek Monotonic

συναπαίρω: αμτβ., αποπλέω ή απέρχομαι, αποχωρώ, αποδημώ μαζί με, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συναπαίρω: ἀμεταβ., ἀποπλέωἀπέρχομαι ὁμοῦ, Διόδ. 5. 49, 59, Λουκ. Τόξ. 18· τινί, μετά τινος Λουκ, Δὶς Κατηγ. 27, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 36. 2) ἀναχωρῶ, ἀπέρχομαι συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11.

Middle Liddell

intr. to sail or march away together, Luc.