ἀμφιμάομαι

Revision as of 11:40, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

only in aor.; imper. ἀμφιμάσασθε, wipe all round, τραπέζας Od.20.152; ind.ἀμφεμάσαντο Q.S.9.428.

Spanish (DGE)

secar σπόγγοισι, τραπέζας ... ἀμφιμάσασθε Od.20.152
enjugar οἱ ἀμφεμάσαντο δέμας καὶ ... ἕλκος σπόγγῳ Q.S.9.428.

German (Pape)

[Seite 141] Hom. ἀμφιμάσασθε τραπέζας σπόγγοις, berührt, d. i. reibet ringsum die Tische mit Schwämmen ab, Od. 20, 152; vgl. Qu. Sm. 9, 428.

French (Bailly abrégé)

ao. impér. 2ᵉ pl. ἀμφιμάσασθε;
essuyer tout autour.
Étymologie: ἀμφί, ? ; cf. ἐκ-μάσσω, κατά-μάσσω ?

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιμάομαι: (только imper. aor. ἀμφιμάσασθε) кругом обтирать, вытирать (τραπέζας σπόγγοισι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμάομαι: ἐνεστὼς ἀνύπαρκτος καθ’ ὑπόθεσιν ὑπὸ τῶν γραμματ. λαμβανόμενος πρὸς σχηματισμὸν ἀορίστου ἀπαντῶντος ἐν Ὀδ. Υ. 152, σπόγγοισι τραπέζας πάσας ἀμφιμάσασθε, ἀπομάξατε διὰ σπόγγων, δηλ. σπογγίσατε· ὁριστ. ἀμφεμάσαντο ἐν Κόϊν. Σμ. 9. 428. Πρβλ. ἐπμαίομαι.

Greek Monolingual

ἀμφιμάομαι (Α)
(μόνο στην προστ. ἀμφιμάσασθε) σπογγίζω, πλένω γύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μάομαι «επιδιώκω, επιζητώ»].

Greek Monotonic

ἀμφιμάομαι: σκουπίζω ολόγυρα, σπογγίζω, υποθετικός ενεστ. ενός Επικ. αόρ. αʹ ἀμφιμάσασθε, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

to wipe all round, assumed as pres. of an epic aor1 ἀμφιμάσασθε, Od.