υποθετικός
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποθετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑποτίθημι / ὑποθέτω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόθεση ή αυτός που διατυπώνεται ή υπάρχει μόνον ως υπόθεση («α. «υποθετικός κίνδυνος» β. «ὑποθετικὰ κέρδη», Αρρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «υποθετικοί σύνδεσμοι»
γραμμ. οι σύνδεσμοι εἴ, ἐάν και ἄν τῆς αρχαίας και αν, εάν, σαν, άμα της νεοελλ., με τις οποίες εισάγονται οι υποθετικές προτάσεις·β) «υποθετικές προτάσεις»
γραμμ. δευτερεύουσες προτάσεις που δηλώνουν υπόθεση, εισάγονται με τους παραπάνω συνδέσμους και αποτελούν το πρώτο μέλος ενός υποθετικού λόγου
γ) «υποθετικός λόγος»
γραμμ. λογική ενότητα που αποτελείται από δύο προτάσεις, μία δευτερεύουσα, την υποθετική πρόταση ή υπόθεση, και μία κύρια, την απόδοση, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με την σχέση αιτίου και αιτιατού
δ) «υποθετικές κρίσεις»
(λογ.) κρίσεις στις οποίες το κύρος της μιας εξαρτάται από το κύρος της άλλης, ε) «υποθετικοί συλλογισμοί»
(λογ.) συλλογισμοί στους οποίους το συμπέρασμα εξάγεται από προτάσεις από τις οποίες η μία τουλάχιστον είναι υποθετική
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αντικείμενο ομιλίας, έρευνας, ασχολίας ή φροντίδας
αρχ.
συμβουλευτικός ή προτρεπτικός.
επίρρ...
υποθετικώς / ὑποθετικῶς, ΝΜΑ, και υποθετικά Ν
με υποθετικό τρόπο, με εικασίες
αρχ.
με προτρεπτικό, με συμβουλευτικό τρόπο.