ἀνακλώθω

Revision as of 11:44, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

of the Fates, undo the thread of one's life, change one's destiny, Luc.Hist.Conscr.38; Μοιρῶν νῆμ' ἀνέκλωσαν [αἱ Μοῦσαι] IG 14.1188.

Spanish (DGE)

volver a hilar, e.e., cambiar el destino de τὰ πραχθέντα Luc.Hist.Cons.38, cf. IConf.7, IG 14.1188.11 (Roma), Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1400C.

German (Pape)

[Seite 192] zurückspinnen, von den Parzen, d. h. das Schicksal ändern. Luc. Iup. conf. 7, neben ἀλλάττειν, Quom. hist. 38 neben μετατρέπω.

French (Bailly abrégé)

dévider à rebours, càd changer la destinée de qqn.
Étymologie: ἀνά, κλώθω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακλώθω: (о Мойрах) досл. прясть обратно, перен. переделывать, изменять судьбу (ἀλλάττειν τι καὶ ἀ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακλώθω: ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, κλώθω ἐκ νέου τὸ νῆμα τῆς ζωῆς τινος, μεταβάλλω τὴν τύχην του, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 38· Μοιρῶν νῆμ’ ἀνέκλωσαν [αἱ Μοῦσαι] Συλλογ. Ἐπιγρ. 6092.

Greek Monolingual

ἀνακλώθω)
νεοελλ.
κλώθω εκ νέου, ξανακλώθω
αρχ.
(για τις Μοίρες) ξετυλίγω το νήμα της ζωής κάποιου, μεταβάλλω την τύχη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλώθω.

Greek Monotonic

ἀνακλώθω: μέλ. -σω, λέγεται για τις Μοίρες, αλλάζω το νήμα της ζωής κάποιου, αλλάζω τη μοίρα του, σε Λουκ.

Middle Liddell

of the Fates, to undo the thread of one's life, to change one's destiny, Luc.