ἀποβάπτω

Revision as of 11:45, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A dip, plunge, ἑωυτόν Hdt.2.47; ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκεα Id.4.70; εἰς ποταμὸν τὰ γιγνόμενα Arist.Pol.1336a16; λίθον ἐν οἴνῳ Id.HA607a25; φαρμάκῳ τοὺς ὀϊστούς Id.Mir.845a1: metaph., ἀ. τὴν λέξιν εἰς νοῦν Plu.Phoc.5:—Pass., ὅστις ἐν ἅλμη.. ἀπεβάφθη Ar.Fr. 416; περιστερὰς ἀποβεβαμμένας εἰς μύρον Alex.62.3.
2 ἀ. ὕδωρ draw water, LXX 2 Ma.1.21.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. med. ἀποβαπσάμενον ICr.2.12.15.4 (Eleuteria)]
sumergir, bañar αὐτοῖσι ... ἱματίοισι ἀπ' ὦν ἔβαψε ἑωυτόν Hdt.2.47, εἰς ποταμὸν ἀποβάπτειν τὰ γιγνόμενα ψυχρόν bañar a los niños en un río frío Arist.Pol.1336a16
de cosas sumergir, bañar, mojar ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκην Hdt.4.70, ἐς ῥόδινον εἴριον Hp.Mul.1.78 (p.178), cf. Int.9, ἄρτους ἐξ οἴνου ... ἀποβάπτων Hp.Acut.(Sp.) 52, φάρμακον ᾧ ἀποβάπτουσι τοὺς ὀϊστούς Arist.Mir.845a1, (λίθον) ἐν οἴνῳ Arist.HA 607a25
en v. pas. ὅστις ἐν ἅλμῃ ... ἀπεβάφθη Ar.Fr.416, περιστερὰς ... ἀποβεβαμμένας εἰς ... μύρον Alex.62.3, fig. ἀ. λέξιν εἰς νοῦν Zeno Stoic.1.23.

German (Pape)

[Seite 297] untertauchen, Her. 4, 70; δαλὸν εἰς ὕδωρ Ath. IX, 409 b; Arist.

French (Bailly abrégé)

plonger, tremper.
Étymologie: ἀπό, βάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβάπτω: погружать, окунать (τι и τινὰ εἴς τι Her., Arst., Plut., τί τινι и τι ἔν τινι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβάπτω: μέλλ. ψω, βυθίζω τι εἰς ὕδωρἄλλο ὑγρὸν, «βουτῶ» ἀπ’ ὦν ἔβαψεν ἑωυτὸν (ἐν τμήσει) Ἡρόδ. 2. 47· ἀποβάψαντες ἐς τὴν κύλικα ἀκινάκεα καὶ ὀϊστοὺς καὶ σάγαριν ὁ αὐτ. 4. 70· εἰς ποταμὸν τὰ γιγνόμενα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 3· λίθον ἐν οἴνῳ ἀποβάψαντες πίνουσιν ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 29, 3· φαρμάκῳ τοὺς ὀϊστοὺς ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 141: - μεταφ. ὥσπερ… ὁ Ζήνων ἔλεγεν ὅτι δεῖ τὸν φιλόσοφον εἰς νοῦν ἀποβάπτοντα προφέρεσθαι τὴν λέξιν Πλουτ. Φωκ. 5: - Παθ., ὅστις ἐν ἅλμῃ ἀπεβάφθη Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 366· περιστερὰς ἀφῆκεν ἀποβεβαμμένας εἰς… μύρον Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1. 2) ἀντλῶ, ἀποβάψαντας (ὕδωρ) φέρειν Ἑβδ. (Μακκ. Β΄, α΄, 21).

Greek Monolingual

βλ. αποβάφω.

Greek Monotonic

ἀποβάπτω: μέλ. -ψω, βυθίζω κάτι αρκετά ή εντελώς στο νερό ή σε άλλο υγρό, ἑωυτόν, σε Ηρόδ.· τι εἴς τι, στον ίδ.

Middle Liddell

to dip quite or entirely, ἑωυτόν Hdt.; τι εἴς τι Hdt.