ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(Α ἀποβάπτω)
νεοελλ.
1. ολοκληρώνω το βάψιμο
2. χάνω το χρώμα μου, ξεβάφω
αρχ.
1. βυθίζω κάτι στο νερό ή σε άλλο υγρό
2. αντλώ νερό.