φυγόξενος

Revision as of 16:54, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Galician: inhóspito;" to "Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φυγόξενον, shunning strangers, inhospitable, φυγόξενος στρατός Pi.O.11(10).17.

German (Pape)

[Seite 1312] Fremde, Gastfreunde scheuend, ihnen abhold, = κακόξενος, Pind. Ol. 10, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit les hôtes ou l'hospitalité, inhospitalier.
Étymologie: φεύγω, ξένος.

Russian (Dvoretsky)

φῠγόξενος: избегающий иноземцев, т. е. негостеприимный Pind.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόξενος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, φυγόξενος στρατός, οἱ Δωριεῖς, Πινδ. Ο. 11 (10). 18. πρβλ. ξενηλασία.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + ξένος (πρβλ. φιλόξενος)].

Greek Monotonic

φῠγόξενος: -ον, αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

φῠγό-ξενος, ον,
shunning strangers, inhospitable, Pind.

Translations

inhospitable

Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich; Greek: αφιλόξενος; Ancient Greek: ἀλίμενος, ἄμεικτος, ἄμικτος, ἀμιχθαλόεις, ἄξεινος, ἄξενος, ἀπόξενος, ἀφιλόξενος, δύσαυλος, δύσξενος, δύσχορτος, ἐχθρόξενος, κακόξεινος, κακόξενος, μισόξενος, φυγόξενος; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig