παλιλλογέω

Revision as of 18:34, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

repeat, recapitulate, ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο [τὸ πρῆγμα] Hdt.1.118, cf. 90, Arist. Rh.Al.1433b31, Phld.Po.5.26, Ph.2.358, J.AJ17.5.5, App.Mith.14, Simp.in Ph.1159.4.

German (Pape)

[Seite 448] wiederum sagen, wiederholen; ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο, Her. 1, 118; Arist. rhet. ad Alex. 1, 21 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

παλιλλογῶ :
redire.
Étymologie: παλίλλογος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιλλογέω [πάλιν, λέγω] ook med., herhalen, opnieuw vertellen.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιλλογέω: сызнова говорить, повторять (ἐν κεφαλαίοις Arst.; τινι Her.).

Greek Monotonic

πᾰλιλλογέω: λέω ξανά, επαναλαμβάνω, ανακεφαλαιώνω, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. ἐπαλιλλόγητο, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιλλογέω: λέγω πάλιν, ἐπαναλαμβάνω, ἀνακεφαλαιῶ, ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο [τὸ πρῆγμα] Ἡρόδ. 1. 118, ἴδε ἐπανηλογέω, καὶ πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλεξ. 21, 1, Ἀππ. Μιθρ. 14.

Middle Liddell

πᾰλιλλογέω, [from πᾰλίλλογος]
to say again, repeat, recapitulate, 3rd sg. plup. pass. ἐπαλιλλόγητο Hdt.