πρόσκαυσις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A burning, of bread, Dieuch. ap. Orib.4.5.2; of food, Plu.2.461c.
II metaph., ardour, passion, Phld.Rh.1.361S.
Greek Monolingual
-αύσεως, ἡ, Α προσκαίω
1. (για ψωμί και άλλα εδέσματα) το κάψιμο της επιφάνειας ή της κόρας
2. μτφ. ζωηρός ζήλος, ένθερμος πόθος.
Russian (Dvoretsky)
πρόσκαυσις: εως ἡ обжигание или прижигание, (о кушанье) пригорелость lut.