περιφυτεύω

Revision as of 13:15, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

plant round about, περὶ δὲ πτελέας ἐφύτευσαν Il.6.419; πέριξ δένδρων ἄλσος π. Pl.Lg.947e: metaph., π. τὰ πάθη τινί LXX 4 Ma. 2.21.

German (Pape)

[Seite 600] ringsum pflanzen, bepflanzen; in tmesi Il. 6, 419; πέριξ δένδρων ἄλσος περιφυτεύουσι, Plat. Legg. XII, 947 e; Sp., wie Geopon.

French (Bailly abrégé)

planter tout autour.
Étymologie: περί, φυτεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-φυτεύω rondom planten.

Russian (Dvoretsky)

περιφῠτεύω: насаждать вокруг, сажать кругом (πέριξ δένδρων ἄλσος π. Plat.).

Greek Monolingual

Α
φυτεύω ολόγυρα, σε όλη την έκταση.

Greek Monotonic

περιφῠτεύω: μέλ. -σω, φυτεύω ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

περιφῠτεύω: φυτεύω ὁλόγυρα, περὶ δὲ πτελέας ἐφύτευσαν Ἰλ. Ζ. 419· πέριξ δένδρων ἄλσος περιφυτεύουσι Πλάτ. Νόμ. 947Ε· μεταφορ., ὁ θεός... τὰ πάθη αὐτῷ (τῷ ἀνθρώπῳ) καὶ τὰ ἤθη περιεφύτευσε Ἰωσήπ. Μακκ. 3.

Middle Liddell

fut. σω
to plant round about, il.