ἀντεκκόπτω

Revision as of 07:57, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

knock out in return, ὀφθαλμόν D 24.140; εἴ τις τὸν ὀφθαλμὸν ἐξέκοψέ τινος, ἀντεκκοπῆναι Arist.MM1194a38, cf. D.S.12.17.

Spanish (DGE)

hacer salir a golpes a su vez, sacar a su vez, ἐάν τις ὀφθαλμὸν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι παρασχεῖν τὸν ἑαυτοῦ D.24.140, οὐ γὰρ δίκαιον, εἴ τις τὸν ὀφθαλμὸν ἐξέκοψεν τινός, ἀντεκκοπῆναι Arist.MM 1194a38, νόμου γὰρ ὄντος, ἐάν τίς τινος ὀφθαλμὸν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόπτεσθαι τὸν ἐκείνου D.S.12.17.

German (Pape)

[Seite 245] dagegen, zur Vergeltung, ausschlagen, ὀφθαλμόν Dem. 24, 140; D. Sic. 12, 17.

French (Bailly abrégé)

mutiler à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, ἐκκόπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεκκόπτω: выбивать взаимно или в виде возмездия (ὀφθαλμόν Arst., Dem., Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκκόπτω: ἀντεκκόπτω καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, ἀντεκβάλλω, ὄντος νόμου, ἐάν τις ὀφθαλμόν ἐκκόψῃ, ἀντεκκόψαι παρασχεῖν τὸν ἑαυτοῦ Δημ. 744. 13, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 1, 34, 15.

Greek Monolingual

ἀντεκκόπτω (Α)
«ἀντεκκόπτω ὀφθαλμόν» — βγάζω για τιμωρία το μάτι κάποιου που έκανε το ίδιο σε κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντεκκόπτω: μέλ. -ψω, αντεκβάλλω, εξωθώ ως ανταπόδοση, σε Δημ.

Middle Liddell

to knock out in return, Dem.